τροχαϊκώς

τροχαϊκώς
τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
βλ. τροχαϊκός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροχαικῶς — τροχαικός trochaic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαϊκός — ή, ό / τροχαϊκός, ή, όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, ή, όν, Α [τροχαῑος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).… …   Dictionary of Greek

  • ποδίζω — ΝΜΑ [πους, ποδός] νεοελλ. ναυτ. 1. αράζω προσωρινά σε απάνεμο όρμο λόγω κακοκαιρίας 2. απομακρύνω την πλώρη από την ευθεία τού ανέμου μσν. αρχ. 1. δένω τα πόδια κάποιου («πεποδισμένους ἔχουσι τοὺς ἵππους ἐπὶ ταῑς φάτναις», Ξεν.) 2. μετρώ στίχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”